Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθηλώνομαι
ρήμα παθητικό ancora`rsi καθηλώνω ρήμα μεταβατικό inchioda`re, immobilizza`re το πυροβολικό καθήλωσε τον εχθρό == l'artiglieria ha inchiodato il nemico | η γρίπη με καθήλωσε στο κρεβάτι == l'influenza mi ha inchiodato a letto | τo κήρυγμά του καθήλωσε τούς πιστούς == la sua predica ha inchiodato i fedeli ai loro posti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |