Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαθηλωμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [καθηλώνω] 2 inchioda`to, immobilizza`to καθηλωμένος μπροστά στην τηλεόραση == inchiodato davanti alla televisione | καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα == immobilizzato su una sedia a rotelle permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |