Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ιδόντα [επίθ.] ιδρώτα [θηλ.ουσ]
ιδού [επίρ.] ιδρωτάρι {ιδρωταρ-ι...
ιδρέινος [επίθ.] ίδρωτας [ουσ αρσ ]
ιδροκόπημα {ιδροκοπήμ... ιδρώτας [ουσ αρσ ]
ιδροκοπημένος [επίθ.] ιδρωτικός [επίθ.]
ιδροκόπι [ουσ ουδ.] ιδρωτίλα {χωρ. πληθ...
ιδροκοπώ [ρ.αμτβ.] ιδρωτοποιία [θηλ.ουσ]
ιδρός [ουσ αρσ ] ιδρωτοποιός [επίθ.]
ίδρος [ουσ αρσ ] ιδυό [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
ιδρυθείς [επίθ.] ιδωμένος [επίθ.]
ίδρυμα {ιδρύμ-ατο... ιεράκι [ουσ ουδ.]
ιδρυματικός [επίθ.] ιερακοτροφείο [ουσ ουδ.]
ιδρυματοποίηση {-ης κ. -ή... ιερακοτροφία [θηλ.ουσ]
ιδρυματοποιώ [ρ. μτβ.] ιερακοτρόφος [ουσ αρσ και θηλ.]
ιδρύς [ουσ αρσ ] ιέραξ [ουσ αρσ ]
ίδρυση {-ης κ. -ύ... ιεραποστολή [θηλ.ουσ]
ιδρυτής [ουσ αρσ ] ιεραποστολικός [επίθ.]
ιδρυτικός [επίθ.] ιεραπόστολος {ιεραποστό...
ιδρύτρια {ιδρυτριών... ιεραρχημένος [επίθ.]
ιδρύω [ρ. μτβ.] ιεράρχης {ιεραρχών}
ίδρωμα [ουσ ουδ.] ιεράρχηση {-ης κ. -ή...
ιδρωμένος [επίθ.] ιεραρχία {ιεραρχιών...
ιδρώνω [ρ.αμτβ.] ιεραρχικά [επίρ.]
ιδρώνω [ρ. μτβ.] ιεραρχικός [επίθ.]
ίδρωση [θηλ.ουσ] ιεραρχώ [ρ. μτβ. και αμετβ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: