Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιεράρχηση  
ουσιαστικό θηλυκό

il dispo`rre ~m~ gerarchicame`nte, classificazio`ne ~f~ ιεράρχηση αξιών == classificazione dei valori

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιεράρχης ιεραρχία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---