Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιερέας  
ουσιαστικό αρσενικό

prete ~m~, sacerdo`te ~m~

ιέρεια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ιερέας]
2 sacerdote`ssa ~f~ ιέρεια της 'Ισιδας == sacerdotessa di Iside
3 (fig) sacerdote`ssa ~f~ ιέρεια της τέχνης == sacerdotessa dell'arte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιερατικός ιερεμιάδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---