Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιεροεξεταστής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 storia inquisito`re ~m~, membro ~m~ del tribuna`le della Santa Inquisizio`ne
2 (fig) perso`na ~f~ spieta`ta, disuma`na, crude`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιεροδουλία ιεροεξεταστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---