Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιερόδουλη
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ιερόδουλος]
2 prostitu`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιεροδιδασκαλείο ιεροδουλία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---