Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιερό  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 te`mpio ~m~, santua`rio ~m~ το ιερό του Πoσειδώνα == il tempio di Nettuno
2 parte ~f~ inte`rna del te`mpio, della chie`sa riserva`ta ai soli sacerdo`ti, santua`rio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Ιεριχώ ιεροβοτάνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---