Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόίδρυμα
ουσιαστικό ουδέτερο fondazio`ne ~f~, istituzio`ne ~f~, istitu`to ~m~, ente ~m~ φιλανθρωπικό ίδρυμα == istituto di beneficienza; ente benefico | ίδρυμα κρατικών υπoτρoφιών == ente pubblico al quale è devoluta l'assegnazione delle borse di studio | έκλεισε τo γέρο πατέρα του σ' ένα ίδρύμα == ha sistemato il padre anziano in una casa di riposo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |