Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόίδρυση
ουσιαστικό θηλυκό 1 fondazio`ne ~f~, costruzio`ne ~f~ ίδρυση σχoλείoυ == fondazione di una scuola | ίδρυση πόλης == fondazione di una città 2 (figurato) istituzio`ne ~f~, creazio`ne ~f~, fondazio`ne ~f~ ίδρυση κόμματος == fondazione di un partito | ίδρυση συλλόγου == fondazione di un'associazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |