Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόιδρώνω
ρήμα αμετάβατο 1 sudare 2 ((per estensione)) trasuda`re o τοίχος ιδρώνει == il muro trasuda umidità 3 (fig) affatica`rsi, suda`re ίδρωσα μέχρι να τον πείσω == ho sudato molto, ho sudato sette camicie per convincerlo | δεν ιδρώνει τ' αντί του == da questo orecchio non ci sente ιδρώνω ρήμα μεταβατικό far suda`re, affatica`re θα το ιδρώσεις το παιδί με τόσες κουβέρτες που το σκέπασες == con tutte queste coperte, farai sudare il bambino permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |