Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιδροκοπώ  
ρήμα αμετάβατο

1 suda`re molto, e`ssere in un bagno di sudo`re
2 (fig) affatica`rsi, sfacchina`re, sgobba`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιδροκόπι ιδρός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---