Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θολότητα [θηλ.ουσ] θούριο [ουσ ουδ.]
θολούμαι [ρ. παθ.] θούριον [ουσ ουδ.]
θολούρα {χωρ. πληθ... θούριος {θουρί-ου ...
θόλωμα [ουσ ουδ.] θράκα {χωρ. πληθ...
θολωμένος [επίθ.] Θράκη [κύρ.όν. θηλ.]
θολώνομαι [ρ. παθ.] θρακιά [θηλ.ουσ]
θολώνω {θόλω-σα, ... θρακικός [επίθ.]
θολώνω {θόλω-σα, ... Θρακιώτης [ουσ αρσ ]
θόλωση [θηλ.ουσ] θρακιώτικος [επίθ.]
θολώτατος [επίθ.] Θρακιώτισσα [θηλ.ουσ]
θολώτερος [επίθ.] θρακόβολη [θηλ.ουσ]
θολωτός [επίθ.] θρανίο [ουσ ουδ.]
θόριο {θορίου} τ... θρασεμένος [επίθ.]
θορυβημένος [επίθ.] θράσο [ουσ ουδ.]
θορύβηση [θηλ.ουσ] θράσον [ουσ ουδ.]
θορυβοποιός [επίθ.] θράσος {θράσους |...
θόρυβος {θορύβ-ου ... θρασυδειλία [θηλ.ουσ]
θορυβούμαι [ρ. παθ.] θρασύδειλος [επίθ.]
θορυβώ {θορυβείς.... θρασύνω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
θορυβώ {θορυβείς.... θρασύς {θρασ-έος ...
θορυβωδέστατος [επίθ.] θρασύτατος [επίθ.]
θορυβωδέστερος [επίθ.] θρασύτερος [επίθ.]
θορυβώδης {θορυβώδ-ο... θρασύτητα [θηλ.ουσ]
θορυβωδώς [επίρ.] θραύομαι παθ. αόρ. ...
Θουκυδίδης [κύρ.όν. αρσ.] θραύση {-ης κ. -α...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: