Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θολώνομαι
ρήμα παθητικό

1 appanna`rsi
2 intorbida`rsi
3 intorbidi`re

θολώνω  
ρήμα αμετάβατο

appanna`rsi, vela`rsi θόλωσαν τα γυαλιά μου == mi si sono appannati gli occhiali | θόλωσαν τα μάτια μου από τα δάκρυα == mi si velarono gli occhi dalle lacrime | θόλωσε το μάτι μου == non ci ho visto più (dalla rabbia), ho perso il lume degli occhi | θόλωσε το μάτι μου για κάτι == morire dalla voglia di qualcosa | θόλωσε το μυαλό του == l'ira gli ha annebbiato la mente

θολώνω
ρήμα μεταβατικό

1 intorbida`re, intorbidi`re η λάσπη θόλωσε το νερό == il fango ha intorbidato l'acqua
2 (fig) acceca`re, annebbia`re τον θόλωσε το μίσoς του == l'odio l'accecò | το αλκοόλ θoλώνει το νου == l'alcol annebbia la mente | θoλώνω τα νερά == intorbidare le acque

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θολωμένος θόλωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---