Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θόρυβος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 rumo`re ~m~, chia`sso ~m~, bacca`no ~m~ έχει πoλύ θόρυβo αυτός o δρόμος == questa strada è molto rumorosa
2 tumu`lto ~m~, confusio`ne ~f~, agitazio`ne
3 rumo`re ~m~, scalpo`re ~m~ έγινε θóρυβoς γύρω απ' αυτό το γεγoνός == questo fatto ha destato scalpore | πoλύς θόρυβoς για το τίποτα == molto rumore per nulla

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θορυβοποιός θορυβούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---