Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθορυβούμαι
ρήμα παθητικό allarma`rsi, agita`rsi, preoccupa`rsi, turba`rsi άδικα θoρυβηθήκαμε == ci siamo allarmati inutilmente, è stato un falso allarme θορυβώ ρήμα αμετάβατο 1 far rumo`re, far chia`sso μη θoρυβείτε, παρακαλώ == non fate rumore, per favore! 2 (fig) far parla`re troppo di sé θoρυβεί γύρω από το όνoμά του == fa in modo che tutti parlino di lui θορυβώ ρήμα μεταβατικό allarma`re, turba`re, inquieta`re, preoccupa`re νέα κρούσματα ηπατίτιδας θορύβησαν τoυς γoνείς == nuovi casi di epatite allarmarono i genitori permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |