Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Θρακιώτης  
ουσιαστικό αρσενικό

abitante ~m~~f~ della Tracia

Θρακιώτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Θρακιώτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θρακικός θρακιώτικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---