Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθράσο
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [θράσος] θράσον ουσιαστικό ουδέτερο variante letteraria di [θράσο] θράσος ουσιαστικό ουδέτερο sfrontate`zza ~f~, fa`ccia ~f~ tosta, auda`cia ~f~, cora`ggio ~m~ είχε το θράσoς να μου ζητήσει και δανεικά == ha avuto la sfrontatezza, il coraggio di chiedermi anche del denaro in prestito permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |