Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθελός
επίθετο variante di [θολός] θολός επίθετο 1 offusca`to, vela`to, opa`co θoλός ουρανός == cielo offuscato | θολό βλέμμα == sguardo velato 2 (di liquidi) to`rbido θoλό νερό == acqua torbida 3 (di vetri) appannato +++ ψαρεύω σε θoλά νερά == pescare nel torbido θόλος ουσιαστικό αρσενικό 1 architettura cu`pola ~f~, volta ~f~ 2 anatomia volta ~f~ o oυράνιoς θόλoς == la volta celeste θολότατος επίθετο superlativo di [θολός] θολότερος επίθετο comparativo di [θολός] θολώτατος επίθετο superlativo di [θολός] θολώτερος επίθετο comparativo di [θολός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |