Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ένυδρο [ουσ ουδ.] εξαγγέλλομαι πρτ. εξάγγ...
ένυδρος [επίθ.] εξαγγέλλω {εξ-ήγγειλ...
ενυπάρχω {ενυπήρξα}... εξάγγελος {εξαγγέλ-ο...
ενυπάρχων [επίθ.] εξαγιάζομαι [ρ. παθ.]
ενυπνιάζομαι (ενυπνιάσθ... εξαγιάζω {εξαγίασ-α...
ενυπόγραφος [επίθ.] εξαγιασμός [ουσ αρσ ]
ενυπόστατος [επίθ.] εξαγνίζομαι [ρ. παθ.]
ενώ [σύνδ.] εξαγνίζω {εξάγνισ-α...
ενώ [ρ. μτβ.] εξαγνισμένος [επίθ.]
ενωμένος [επίθ.] εξαγνισμός [ουσ αρσ ]
ενωμοτάρχης [ουσ αρσ ] εξαγνιστήριος [επίθ.]
ενωμοτία {ενωμοτιών... εξαγνιστής [επίθ.]
ενώνομαι [ρ. παθ.] εξαγνιστής [ουσ αρσ ]
ενώνω {ένω-σα, -... εξαγνιστικός [επίθ.]
ενώπιον [επίρ.] εξάγομαι πρτ. εξήγα...
ενωρίς [επίρ.] εξαγόμενο {εξαγομέν-...
ένωση {-ης κ. -ώ... εξαγορά [θηλ.ουσ]
ενωσιακός [επίθ.] εξαγοράζομαι [ρ. παθ.]
ενωτικός [επίθ.] εξαγοράζω {εξαγόρασ-...
ενωτικός [ουσ αρσ ] εξαγοράζων [επίθ.]
ενώτιο {ενωτί-ου ... εξαγοράσιμος [επίθ.]
ενωτισμός [ουσ αρσ ] εξαγριωμένος [επίθ.]
εξ [πρόθ.] εξαγριώνομαι [ρ. παθ.]
εξ [ απόλ. αριθμ. επίθ.] εξαγριώνω {εξαγρίω-σ...
εξαγγελία {εξαγγελιώ... εξαγρίωση [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: