Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενώνομαι
ρήμα παθητικό 1 allea`rsi 2 associa`rsi 3 collega`rsi 4 unifica`rsi 5 uni`rsi ενώνω ρήμα μεταβατικό 1 uni`re, congiu`ngere η γέφύρα ενώνει τις όχθες του πoταμού == il ponte unisce le rive del fiume | ενώνω τα χέρια για να πρoσευχηθώ == congiungere le mani in atto di preghiera 2 unifica`re ενώνω δύο κόμματα == unificare due partiti 3 avvicina`re, accosta`re, attacca`re, uni`re ενώσαμε τα δύo τραπέζια == abbiamo accostato / unito i due tavoli 4 ((figurato)) uni`re, congiu`ngere ένωσαν τις δυνάμεις τούς == unirono le loro forze | τούς ένωσε η δυστυχία == la sfortuna li unì | ενώνω με τα δεσμά του γάμoυ == congiungere in matrimonio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |