Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ένωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 unio`ne ~f~, congiunzio`ne ~f~, collegame`nto ~m~ ένωση δύο τηλεφωνικών γραμμών == unione di due linee telefoniche
2 σύλλογος unio`ne ~f~, associazio`ne ~f~ η Ευρωπαϊκή 'Ενωση == l'Unione Europea | Σοβιετική 'Ενωση == Unione Sovietica | Ένωση Γυναικών Ελλάδας == Unione Donne Greche
3 annessione η ένωση του Xονγκ Kονyκ με την Κίνα == l'annessione di Hong Kong alla Cina
4 chimica composto ~m~
5 fisica contatto ~m~
6 ((figurato)) unio`ne ~f~, matrimo`nio ~m~, nozze ~fp~ η ισχύς εν τη ενώσει == l'unione fa la forza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενωρίς ενωσιακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---