Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόενωτικός
επίθετο di unio`ne, di congiunzio`ne, unita`rio ενωτικός κρίκος == anello di congiunzione | ενωτικές τάσεις == tendenze unitarie | ενωτικό κίνημα == unionismo ενωτικός ουσιαστικό αρσενικό unioni`sta ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |