Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εκτυλίσσω {εκτύλι-ξα... εκφορτώνω {εκφόρτω-σ...
έκτυπο [ουσ ουδ.] εκφόρτωση [θηλ.ουσ]
εκτυπώνω {εκτύπω-σα... εκφορτωτής [ουσ αρσ ]
εκτύπωση {-ης κ. -ώ... εκφράζομαι Ρ αόρ. εξέ...
εκτυπώσιμος [επίθ.] εκφράζω {εξέφρασα,...
εκτυπωτής [ουσ αρσ ] έκφραση {-ης κ. -ά...
εκτυπωτικός [επίθ.] εκφράσιμος [επίθ.]
εκτυφλώνω {εκτύφλω-σ... εκφρασμένος [επίθ.]
εκτυφλωτικός [επίθ.] εκφραστικός [επίθ.]
Έκτωρ {Έκτορ-ος,... εκφραστικότητα {χωρ. πληθ...
Έκτωρας [κύρ.όν. αρσ.] έκφρων {έκφρ-οΌς ...
εκφαυλίζομαι [ρ. παθ.] εκφυλίζομαι [ρ. παθ.]
εκφαυλίζω {εκφαύλισ-... εκφυλίζω {εκφύλισ-α...
εκφαυλισμός [ουσ αρσ ] εκφύλιση {-ης κ. -ί...
εκφέρεται Ρ πρτ. και... εκφυλισμένος [επίθ.]
εκφέρω Ρ πρτ. και... εκφυλισμός [ουσ αρσ ]
εκφοβίζω (εκφόβισα) εκφυλιστικός [επίθ.]
Εκφοβίζων [ουσ αρσ ] έκφυλος [ουσ αρσ ]
εκφοβισμός [ουσ αρσ ] έκφυμα [ουσ ουδ.]
εκφοβιστικός [επίθ.] εκφύομαι {μόνο σε ε...
εκφορά [θηλ.ουσ] εκφύω (εξέφυσα)
εκφορτίζομαι [ρ. παθ.] εκφώνημα {εκφωνήμ-α...
εκφορτίζω {εκφόρτισ-... εκφώνηση {-ης κ. -ή...
εκφόρτιση [θηλ.ουσ] εκφωνήσιμος [επίθ.]
εκφορτώνω {εκφόρτω-σ... εκφωνητής {εκφωνητρι...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: