Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκτυφλωτικός
επίθετο acceca`nte, abbaglia`nte, abbacina`nte ((anche in senso figurato)) εκτυφλωτικό φως == luce accecante | εκτυφλωτική oμoρφιά == bellezza abbagliante permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |