Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκτύπωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 stampa ~f~, riproduzio`ne ~f~ a stampa
2 coniazio`ne ~f~, coniatu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκτυπώνω εκτυπώσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---