Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκτυπώνω
ρήμα μεταβατικό 1 impri`mere, stampa`re in rilie`vo, conia`re 2 conia`re το νομισματοκοπείο εκτύπωσε νέο νόμισμα == la zecca ha coniato una nuova moneta 3 stampa`re, riprodu`rre a stampa εκτυπώνω φυλλάδιo == stampare un opuscolo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |