Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκφυλίζομαι
ρήμα παθητικό 1 degenera`re, snatura`rsi, traligna`re 2 ((figurato)) indeboli`rsi, affievoli`rsi, smorza`rsi εκφυλίστηκε η επανάσταση == la rivoluzione ha perso il suo impeto iniziale εκφυλίζω ρήμα μεταβατικό snatura`re, far degenera`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |