Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έκφυλος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 dege`nere, degenera`to
2 deprava`to, perve`rso
3 perverti`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκφυλιστικός έκφυμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---