Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διευκόλυνση {-ης κ. -ύ... διηθούμαι [ρ. παθ.]
διευκολύνω {διευκόλυ-... διηθώ {διηθείς.....
διευκρινίζω {διευκρίνι... διηλεκτρικό [ουσ ουδ.]
διευκρίνιση {-ης κ. -ί... διηλεκτρικός [επίθ.]
διευκρινισμένος [επίθ.] διημερεύων [επίθ.]
διευκρινιστής [επίθ.] διήμερο [ουσ ουδ.]
διευκρινιστικός [επίθ.] διήμερος [επίθ.]
διευρυμένος [επίθ.] διηνεκές [θηλ.ουσ]
διευρύνομαι [ρ. παθ.] διηνεκής [επίθ.]
διεύρυνση {-ης κ. -ύ... διηνεκώς [επίρ.]
διευρύνω {διεύρυ-να... διηπειρωτικός [επίθ.]
διεφθαρμένος [επίθ.] διηρημένος [επίθ.]
δίζυγο [ουσ ουδ.] διθέσιος [επίθ.]
διήγημα {διηγήμ-ατ... διθυραμβικός [επίθ.]
διηγήματα [ουσ ουδ πληθ.] διθύραμβος {διθυράμβ-...
διηγηματικός [επίθ.] διίδρωμα {διιδρώμ-α...
διηγηματογραφία [θηλ.ουσ] διίδρωση [θηλ.ουσ]
διηγηματογράφος [ουσ αρσ και θηλ.] διιδρωτικός [επίθ.]
διήγηση {-ης κ. -ή... διίσταμαι {διίστα-σα...
διηγιέμαι [-είσαι, -... διιστάμενος [επίθ.]
διηγούμαι {διηγείσαι... δικάζομαι [ρ. παθ.]
διηθημένος [επίθ.] δικαζόμενος [επίθ.]
διήθηση {-ης κ. -ή... δικάζω {δίκασ-α, ...
διηθητικός [επίθ.] δικάζων [επίθ.]
διηθητός [επίθ.] δικαία [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: