Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διευρύνομαι
ρήμα παθητικό

1 allarga`rsi
2 amplia`rsi
3 dilata`rsi

διευρύνω  
ρήμα μεταβατικό

allarga`re; amplia`re διευρύνω τον κύκλο των γνωριμιών μου==allargare il proprio giro di conoscenze

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διευρυμένος διεύρυνση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---