Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιευρύνομαι
ρήμα παθητικό 1 allarga`rsi 2 amplia`rsi 3 dilata`rsi διευρύνω ρήμα μεταβατικό allarga`re; amplia`re διευρύνω τον κύκλο των γνωριμιών μου==allargare il proprio giro di conoscenze permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |