Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιεύρυνση
ουσιαστικό θηλυκό ampliame`nto ~m~; allargame`nto ~m~ διεύρυνση εμπορικών ανταλλαγών==ampliamento degli scambi commerciali permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |