Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διηνεκής  
επίθετο

incessa`nte; conti`nuo; perpe`tuo; pere`nne+++εις το διηνεκές==ininterrottamente, all'infinito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διηνεκές διηνεκώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---