Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διθύραμβος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 letteratura ditira`mbo ~m~
2 ((figurato)) elo`gio ~m~ eccessi`vo; panegi`rico ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διθυραμβικός διίδρωμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---