Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδικάζομαι
ρήμα παθητικό 1 anda`re sotto proce`sso 2 e`ssere in ca`usa 3 subi`re un proce`sso δικάζω ρήμα μεταβατικό 1 diritto giudica`re, processa`re την υπόθεσή σου θα τη δικάσουν αύριο==il tuo caso sarà giudicato domani 2 diritto condanna`re τον δίκασαν για φόνο==è stato condannato per omicidio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |