Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δικαιολογία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 giustificazio`ne ~f~ απουσίασε χωρίς δικαιολογία==si è assentato senza giustificazione
2 prete`sto ~m~; scusa ~f~; motivazio`ne ~f~ βρες μια δικαιολογία για να φύγεις==trova un pretesto per andartene

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δικαιολογητικός δικαιολογούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---