Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδικαιούχος
επίθετο persona beneficiario; titolare di un diritto reale δικαιούχος επιταγής==beneficiario di un assegno | δικαιούχος ασφαλιστηρίου==beneficiario di una polizza d'assicurazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |