Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δικαιώνομαι
ρήμα παθητικό

1 e`ssere riabilita`to δικαιώθηκε μετά θάνατον==gli è stata resa giustizia, è stato riabilitato dopo la morte
2 avvera`rsi προβλέψεις μου δικαιώθηκαν==le mie previsioni si sono avverate

δικαιώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 da`re ragio`ne τον δικαίωσαν στο δικαστήριο==gli hanno dato ragione in tribunale
2 ((per estensione)) rendere giustizia η ιστορία τον δικαίωσε==la storia gli ha dato giustizia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δικαιωμένος δικαίωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---