Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δικαστής  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

giu`dice ~m~

δικαστίνα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δικαστής ^-ής, ο^]
2 giu`dice ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δικαστήριο δικαστικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---