Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδικέλλα
ουσιαστικό θηλυκό 1 beccastri`no ~m~ 2 gravi`na ~f~ 3 vanga ~f~ δικέλλι ουσιαστικό ουδέτερο femminile di [δικέλλα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |