Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δίκη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 proce`sso ~m~, ca`usa ~f~ δίκη κεκλεισμένων των θυρών==processo a porte chiuse
2 giusti`zia ~f~ θεία δίκη==giustizia divina

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δικέφαλος δικηγοράκος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η Θεία Δίκη = la giustizia [θηλ.] divina


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---