Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δικηγορίνα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δικηγόρος ^-ου, ο^]
2 avvocate`ssa ~f~

δικηγόρος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

avvoca`to ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δικηγορικός δικηγορίσκος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---