Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδικοί
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός genitori ~mp~; pare`nti ~mp~ stretti θα σου τηλεφωνήσω όταν φύγουν οι δικοί μου==ti telefonerò quando saranno andati via i miei permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |