Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δικοί
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

genitori ~mp~; pare`nti ~mp~ stretti θα σου τηλεφωνήσω όταν φύγουν οι δικοί μου==ti telefonerò quando saranno andati via i miei

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δικογραφία δικολαβικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---