Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δικλείδα  
ουσιαστικό θηλυκό

va`lvola ασφαλιστική δικλίδα==valvola di sicurezza

δικλίδα
ουσιαστικό θηλυκό

lo stesso che [δικλείδα ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δίκιο δίκλινος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---