Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δικηγορίσκος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 causi`dico ~m~
2 legule`io ~m~
3 mangiaca`rte ~mf~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δικηγορίνα δικηγορίστικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---