Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δικαίωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il re`ndere giusti`zia
2 l'avvera`rsi; avverame`nto ~m~ η δικαίωση μιας προφητείας==l'avverarsi di una profezia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δικαιώνω δικανικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---