Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διήμερο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 spa`zio ~m~ di due gio`rni; due giorna`te ~fp~ πώς τα περάσατε το διήμερο;==come ve la siete passata durante questi due giorni?, come avete trascorso questi due giorni?
2 ((per estensione)) fine ~m~ settima`na

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διημερεύων διήμερος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---