Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διευκολύνω  
ρήμα μεταβατικό

1 facilita`re; agevola`re διευκολύνω κάποιον στο έργο του==facilitare il lavoro di qualcuno
2 aiuta`re economicame`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διευκόλυνση διευκρινίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---