Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διευθυντής  
ουσιαστικό αρσενικό

diretto`re ~m~; capo ~m~ διευθυντής προσωπικού==capo del personale | διευθυντής πωλήσεων==direttore delle vendite | διευθυντής ορχήστρας==direttore d'orchestra

διευθύντρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [διευθυντής ^-ής, ο^]
2 direttri`ce ~f~; capa ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διευθυντήριο διευθυντικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---