Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διεκδικητής {διεκδικητ... διεξέρχομαι {διεξ-ήλθα...
διεκδικητικός [επίθ.] διεξοδικά [επίρ.]
διεκδικήτρια {διεκδικητ... διεξοδικός [επίθ.]
διεκδικούμενος [επίθ.] διεξοδικότατος [επίθ.]
διεκδικώ {διεκδικεί... διεξοδικότερος [επίθ.]
διεκδικών [επίθ.] διεξοδικώς [επίρ.]
διεκπεραιωμένος [επίθ.] διεξοδικώτατος [επίθ.]
διεκπεραιώνομαι [ρ. παθ.] διεξοδικώτερος [επίθ.]
διεκπεραιώνω {διεκπεραί... διέξοδος {διεξόδ-ου...
διεκπεραίωση {-ης κ. -ώ... Διεπαρχιακός [επίθ.]
διεκτραγωδώ {διεκτραγω... διεπιστημονικός [επίθ.]
διελεγμένος [επίθ.] διέπω {δύσχρ. πα...
διελέγχω {διήλεγξα}... διεργασία {διεργασιώ...
διελεύκανση [θηλ.ουσ] διερευνημένος [επίθ.]
διελευκάνσιμος [επίθ.] διερεύνηση {-ης κ. -ή...
διέλευση {-ης κ. -ε... διερεύνησις [θηλ.ουσ]
διέλευσις [θηλ.ουσ] διερευνητής [ουσ αρσ ]
διελκυνστίδα [θηλ.ουσ] διερευνητικός [επίθ.]
διένεξη {-ης κ. -έ... διερευνήτρια {διερευνητ...
διενέργεια {χωρ. πληθ... διερευνώ {διερευνάς...
διενεργημένος [ρ. μτβ.] διερμηνέας {(θηλ. διε...
διενεργώ {διενεργεί... διερμηνεία [θηλ.ουσ]
διεξάγομαι Ρ πρτ. διε... διερμηνευμένος [επίθ.]
διεξάγω {διεξήγαγα... διερμήνευση [θηλ.ουσ]
διεξαγωγή [θηλ.ουσ] διερμηνεύω {διερμήνευ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: